καταβολιάζω

καταβολιάζω
πολλαπλασιάζω φυτό με καταβολάδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταβολιάζω — καταβόλιασα, κάνω καταβολάδες: Όλη τη βδομάδα αυτή δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να καταβολιάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαταβόλιαστος — η, ο [καταβολιάζω] 1. αυτός που δεν τόν έχουν καταβολιάσει, δεν τόν έχουν φυτέψει με καταβολάδα 2. αυτός που δεν αναπαράγεται με καταβολάδες …   Dictionary of Greek

  • καταβολεύω — και καταβολιάζω [καταβολάς] φυτεύω στη γη καταβολάδες για να φυτρώσει νέο φυτό …   Dictionary of Greek

  • καταβόλιασμα — το [καταβολιάζω] το καταβόλεμα* …   Dictionary of Greek

  • καταβόλιασμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβολιάζω, πολλαπλασιασμός φυτού με καταβολάδες: Είναι ειδικός στο καταβόλιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”